- υπνοτοξίνη
- η, Ν(βιοχ.) δηλητήριο που προκαλεί παράλυση και το οποίο περιέχεται στις κνιδοβλάστες τών κνιδοζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypnotoxin].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κνιδοκύτταρα — Κύτταρα που βρίσκονται στον εξωτερικό ιστό των κνιδοζώων και προέρχονται από τη διαφοροποίηση των κνιδοβλαστών. Τα κ. εκκρίνουν μια ουσία, την υπνοτοξίνη, που προκαλεί τον θάνατο στα μικρά ζώα και φαγούρα στον άνθρωπο. Στις τροπικές θάλασσες και… … Dictionary of Greek